- ξερατ(ι)ό
- τό1) см. ξέρασμα;
την έχει πιάσει ξερατ(ι)ό — её рвёт;
2) подводный камень, скала, риф (видимый во время отлива)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
την έχει πιάσει ξερατ(ι)ό — её рвёт;
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.